Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακονίζω
1 εγγραφή
ακονίζω [akonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου πιο κοφτερή· τροχίζω1: ~ το μαχαίρι / το ξυράφι / το ψαλίδι. Tα σπαθιά είναι ακονισμένα και ως ΦΡ για να δηλώσουμε την ορμή και την επιθετικότητα. || σε ΦΡ για να δηλώσουμε την εντατική προετοιμασία που απαιτείται για να αντιμετωπίσουμε επιθετικά κπ.: ~ τη γλώσσα μου / τα δόντια μου / τα νύχια μου. ακονίζουν τα μαχαίρια. 2. (μτφ.) ασκώ μια πνευματική ικανότητα: Παιχνίδια / ασκήσεις που ακονίζουν το μυαλό / την παρατηρητικότητα / την κρίση. Aκονισμένο μυαλό, για πολύ έξυπνο άνθρωπο.

[μσν. ακονίζω < αρχ. ἀκον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ακονησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες