Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αιμομικτικός -ή -ό [emomiktikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αιμομιξία ή με τον αιμομίκτη: ~ γάμος / έρωτας. Aιμομικτικό ταμπού. Mυθιστόρημα με αιμομικτικό θέμα.
[λόγ. αιμομίκτ(ης) -ικός]



