Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αερόσακος
1 item total
αερόσακος ο [aerósakos] Ο20 : κατασκευή, για την ασφάλεια των επιβατών αυτοκινήτου, που μοιάζει με μπαλόνι και ενεργοποιείται σε περίπτωση σύγκρουσης.

[λόγ. αερο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. airbag]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go