Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αερόσακος ο [aerósakos] Ο20 : κατασκευή, για την ασφάλεια των επιβατών αυτοκινήτου, που μοιάζει με μπαλόνι και ενεργοποιείται σε περίπτωση σύγκρουσης.
[λόγ. αερο- + σάκος μτφρδ. αγγλ. airbag]



