Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αδρεναλίνη
1 item total
αδρεναλίνη η [aδrenalíni] Ο30 : (ιατρ.) η ορμόνη που εκκρίνουν οι επινεφρίδιοι αδένες. || φάρμακο, με βάση την αδρεναλίνη, που αυξάνει την πίεση του αίματος.

[λόγ. < γαλλ. adrénaline (ορθογρ. δαν.) -ine = -ίνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go