Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αδειανό
1 item total
αδειανός -ή -ό [aδjanós] Ε1 : άδειος: Tο ψυγείο / το πιάτο είναι αδειανό. Bρήκα μια αδειανή θέση. Tο σπίτι έμεινε αδειανό τρεις μήνες, ξενοίκιαστο. Tο σπίτι είναι αδειανό, όταν λείπουν τα παιδιά, λείπει η ζωντάνια που δίνει η παρουσία τους. Έφυγαν τα πουλιά και έμειναν οι φωλιές τους αδειανές.

[μσν. αδειανός < άδει(ος) -ανός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go