Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγόρευση
1 εγγραφή
αγόρευση η [aγórefsi] Ο33 : η ενέργεια του αγορεύω, η εκφώνηση λόγου σε δημόσια συγκέντρωση: H ~ του συνέδρου / του βουλευτή / του υπουργού. Σύντομη / μακριά / πολύωρη / κουραστική ~. || (νομ.) η προφορική ανάπτυξη και αποσαφήνιση της υπόθεσης στο ακροατήριο ενός δικαστηρίου: ~ εισαγγελέα / συνηγόρου.

[λόγ. < ελνστ. ἀγόρευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες