Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγρυπνώ
1 εγγραφή
αγρυπνώ [aγripnó] Ρ10.1α : 1.δεν κοιμάμαι κατά τη νύχτα συνήθ. προσέχοντας κτ.· (πρβ. ξαγρυπνώ): Aγρυπνά στο προσκέφαλο του άρρωστου παιδιού της. 2. (μτφ.) βρίσκομαι σε εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Οι ένοπλες δυνάμεις αγρυπνούν στο καθήκον. H δικαιοσύνη αγρυπνά για την τήρηση των νόμων και την προστασία των θεσμών.

[1: αρχ. ἀγρυπνῶ· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες