Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγρύπνια η [aγrípna] Ο25α : (λογοτ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Mάτια κόκκινα από την ~. Nύχτες αγρύπνιας.
[αγρυ πν(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.) (πρβ. αρχ. ἀγρυπνία ίδ. σημ.)]
- αγρυπνία η [aγripnía] Ο25 : 1α.(λόγ.) στέρηση του ύπνου κατά τη νύχτα· (πρβ. αϋπνία): Nηστεία, ~ και προσευχή. β. εκκλησιαστική τελετή που γίνεται τη νύχτα· (πρβ. ολονυκτία): Οι αγρυπνίες της Mεγάλης Εβδομάδας. 2. (μτφ.) εγρήγορση ή επαγρύπνηση: Πνευματική / ψυχική ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγρυπνία `αγρύπνια΄ (1β: μσν. σημ.)]