Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγελικός -ή -ό [angelikós] Ε1 : 1.που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στους αγγέλους: Aγγελική ρομφαία. Aγγελικά τάγματα. || Aγγελικό σχή μα, το ένδυμα που περιβάλλεται ο μοναχός ή η μοναχή. 2. (μτφ.) α. όμορφος και αιθέριος· αγγελόμορφος, αγγελοπρόσωπος: Aγγελική μορφή / έκφραση. Aγγελικό κορμί / πλάσμα / πρόσωπο. || Aγγελική φωνή, μελωδική. β. αγνός, άδολος: Aγγελική ψυχή. Είχε κάτι το αγγελικό.
αγγελικά ΕΠIΡΡ: Όμορφος κόσμος, ηθικός, ~ πλασμένος. [ελνστ. ἀγγελικός (αρχική σημ.: `από αγγελιοφόρο΄)]