Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ίωση
1 item total
ίωση η [íosi] Ο33 : (ιατρ.) λοίμωξη που οφείλεται σε ιό: ~ του αναπνευστικού συστήματος.

[λόγ. ι(ός) -ωσις > -ωση μτφρδ. διεθ. virosis < vir(us) (δες στο ιός) -osis = -ωση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go