Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ήβη
1 item total
ήβη η [ívi] Ο30α : 1. η πρώτη νεανική ηλικία, κυρίως από την άποψη της φυσιολογίας· περίοδος που χαρακτηρίζεται από την έναρξη της ικανότητας για αναπαραγωγή και την εμφάνιση δευτερευόντων χαρακτηριστικών φύλου· (πρβ. εφηβεία). 2. το εφήβαιο.

[λόγ. < αρχ. ἥβη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go