Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έως
5 εγγραφές [1 - 5]
έως [éos] πρόθ. : I.δηλώνει χρόνο ή τόπο· ως: ~ το 1974 έλειπε στο εξωτερικό. H ~ το 1990 συγγραφική του δουλειά. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. ~ το σταθμό. Aισθανόταν από ενοχλημένος ~ οργισμένος. Λίγο ~ πολύ. || συχνά με χρονικό ή τοπικό επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ αύριο / χθες / πέρυσι / τότε. ~ εδώ / εκεί / πέρα. ~ πότε; ~ του χρόνου, ως τον άλλο, τον επόμενο χρόνο. || (λόγ. έκφρ.) ~ θανάτου, μέχρι θανάτου, για αδιέξοδη ή πολύ στενόχωρη ψυχική κατάσταση. II. σε συνδεσμικές εκφράσεις: 1. ~ ότου, δηλώνει πραγματικό γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια της κύριας πρότασης· ώσπου, μέχρις ότου, όσο που: Kαθόταν ξάγρυπνος στο πλευρό του, ~ ότου ξημέρωσε. ~ ότου μου μίλησε, δεν ήξερα τίποτε για το πρόβλημά του. 2. ~ ότου να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ωσότου, ώσπου να, μέχρις ότου να: Παρέμεινε στη θέση του, ~ ότου να έρθει αντικαταστάτης. Διαβάστε κάτι, ~ ότου να ετοιμαστούμε.

[λόγ. < αρχ. ἕως]

εωσίνη η [eosíni] & ηωσίνη η [iosíni] Ο30 : (χημ.) υδατοδιαλυτή κόκκινη χρωστική ουσία.

[λόγ. < αγγλ. eosin ή γαλλ. éosine < νλατ. eos < αρχ. ἠώς `αυγή΄ -in(e) = -ίνη· λόγ. προσαρμ. στη μορφή της αρχ. λ.]

εωσινόφιλα τα [eosinófila] & ηωσινόφιλα τα [iosinófila] Ο40 : (βιολ.) λευκοκύτταρα του αίματος, που έχουν την ιδιότητα να χρωματίζονται έντο να με την εωσίνη.

[λόγ. < αγγλ. eosinophil ή γαλλ. éosinophile < νλατ. eosin- = εωσίν(η) / ηωσίν(η) -ο- + -phil(e) < αρχ. φίλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]

εωσφορικός -ή -ό [eosforikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει τον Εωσφόρο1· σατανικός: Εωσφορική αλαζονεία. εωσφορικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. Εωσφόρ(ος) -ικός]

Εωσφόρος ο [eosfóros] Ο18 : 1.το όνομα του αρχηγού των αγγέλων που αποστάτησαν και εκδιώχτηκαν από τον Παράδεισο, εξαιτίας της αλαζονείας τους· Σατανάς. || πολύ αρνητικά φορτισμένος χαρακτηρισμός ανθρώπου αλαζόνα. 2. (αστρον.) ο Aυγερινός.

[λόγ.: 2: αρχ. ῾Εωσφόρος· 1: ελνστ. ῾Εωσφόρος σημδ. (ελνστ.) εβρ. `το φωτεινό άστρο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες