Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έριο
2 items total [1 - 2]
έριο το [ério] Ο40 : (λόγ.) το μαλλί ως πρώτη ύλη για την κατασκευή υφασμάτων.

[λόγ. < αρχ. ἔριον]

εριουργία η [eriurjía] Ο25 : κατεργασία του μαλλιού.

[λόγ. < ελνστ. ἐριουργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go