Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ένταλμα
1 item total
ένταλμα το [éndalma] Ο49 : επίσημο έγγραφο ή δελτίο με το οποίο μια αρχή διατάζει ή παραγγέλλει την εκτέλεση ορισμένης πράξης· (πρβ. εντολή): Xρηματικό ~. ~ πληρωμής. ~ σύλληψης / βίαιης προσαγωγής μάρτυρα στο δικαστήριο. Ο ανακριτής εξέδωσε ~ προφυλάκισής του. || (εκκλ.) ενταλτήριο.

[λόγ. < ελνστ. ἔνταλμα `διαταγή΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go