Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλλειψη
2 εγγραφές [1 - 2]
έλλειψη 1 η [élipsi] Ο33 : (γεωμ.) κλειστή καμπύλη γραμμή που χαρακτηρίζεται από το σταθερό άθροισμα των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο σταθερά σημεία που ονομάζονται εστίες: Γεωμετρική ~. Στο ηλιακό σύστημα οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο είναι ελλείψεις.

[λόγ. < νλατ. ellipsis < ελνστ. ἔλλειψις `κωνική τομή΄ (-σις > -ση)]

έλλειψη 2 η : 1.το να μην υπάρχει, καθ΄ ολοκληρία ή εν μέρει, κτ. το αναγκαίο: Παντελής / μερική ~. α. (για πργ.): ~ οικονομικών πόρων. ~ χρημάτων / τροφίμων / φαρμάκων. H τεχνητή ~ πετρελαίου προκαλεί αύξηση της τιμής του. β. ανεπάρκεια, απουσία προσόντων: ~ πείρας / γνώσεων. ~ αγωγής / ανατροφής / μόρφωσης / ικανοτήτων / θάρρους. γ. (συνήθ. πληθ.) ό,τι δεν υπάρχει, δεν έχει γίνει ή δεν έχει αποκτηθεί: Προσπάθησε να συμπληρώσει τις ελλείψεις του στα μαθηματικά, όσα δεν έμαθε. Tο σπίτι έχει ακόμα κάποιες ελλείψεις, έχει ακόμα κατασκευαστικές και άλλες ατέλειες. || ελλείψει* επίρρ. 2. (γραμμ.) η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα. ANT πλεονασμός, επανάληψη: H ~ είναι βασικό δομικό χαρακτηριστικό του προφορικού λόγου και ιδιαίτερα του διαλόγου. Ο γενικός όρος «σχήμα έλλειψης» καλύπτει τη βραχυλογία, το σχήμα εξ αναλόγου ή εξ αντιθέτου και το ζεύγμα.

[λόγ.: 1: αρχ. ἔλλειψις (-σις > -ση) `το λιγότερο απ΄ το κανονικό, ανεπάρκεια΄ & σημδ. γαλλ. manque· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες