Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφωνος -η -ο [áfonos] Ε5 : 1.που δεν έχει φωνή, που δεν μπορεί να μιλήσει, κυρίως στην έκφραση μένω ~, βουβός, με υπερβολή, για να δηλώσει πολύ έντονο συναίσθημα: Έμεινα ~ από την κατάπληξη. ΦΡ ~ ιχθύς*. ιχθύος* αφωνότερος. 2. (γραμμ.) Άφωνα γράμματα, αυτά που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν προφέρονται καθόλου, όπως το ένα από τα δύο όμοια σύμφωνα. Άφωνοι φθόγγοι της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, τα άηχα σύμφωνα.
άφωνα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. ἄφωνος]



