Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: άφθαρτος
1 item total
άφθαρτος -η -ο [áfθartos] Ε5 : α.που δεν έπαθε φθορά. ANT φθαρμένος: H παράσταση σώζεται εντελώς άφθαρτη. β. που δεν παθαίνει φθορά, που δε φθείρεται μερικώς ή ολικώς: Άφθαρτα υλικά. H ψυχή είναι αιώνια και άφθαρτη.

[λόγ. < ελνστ. ἄφθαρτος, αρχ. σημ.: `αιώνιος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go