Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφθαρτος -η -ο [áfθartos] Ε5 : α.που δεν έπαθε φθορά. ANT φθαρμένος: H παράσταση σώζεται εντελώς άφθαρτη. β. που δεν παθαίνει φθορά, που δε φθείρεται μερικώς ή ολικώς: Άφθαρτα υλικά. H ψυχή είναι αιώνια και άφθαρτη.
[λόγ. < ελνστ. ἄφθαρτος, αρχ. σημ.: `αιώνιος΄]