Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπληστος
1 εγγραφή
άπληστος -η -ο [áplistos] Ε5 : 1.που δεν ικανοποιείται εύκολα, που συνεχώς θέλει περισσότερα· πλεονέκτης: ~ για χρήματα. ~ άνθρωπος, όσα κι αν κερδίσει δε χορταίνει. || Είναι ~ για μάθηση. 2. που εκφράζει απληστία, έντονη, ζωηρή, ακόρεστη επιθυμία για κτ.: Έριξε τριγύρω μια άπληστη ματιά. άπληστα ΕΠIΡΡ με απληστία: Έτρωγε ~. || Άκουγε / έβλεπε γύρω του ~· όλα ήταν καινούρια γι΄ αυτόν.

[λόγ. < αρχ. ἄπληστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες