Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άνοια η [ánia] Ο27 : (ιατρ.) η επίκτητη μερική ή ολική απώλεια των διανοητικών και συναισθηματικών ικανοτήτων: Γεροντική / αλκοολική ~.
[λόγ. < αρχ. ἄνοια `κουταμάρα΄ σημδ. γαλλ. démence]



