Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άζυμος
1 εγγραφή
άζυμος -η -ο [ázimos] Ε5 : που έγινε χωρίς προζύμι. ANT ένζυμος: Άζυμο ψωμί / κουλούρι. || H γιορτή των Aζύμων, οι οκτώ μέρες του εβραϊκού Πάσχα, κατά τις οποίες τρώγεται άζυμος άρτος.

[λόγ. < αρχ. ἄζυμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες