Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άζυμος -η -ο [ázimos] Ε5 : που έγινε χωρίς προζύμι. ANT ένζυμος: Άζυμο ψωμί / κουλούρι. || H γιορτή των Aζύμων, οι οκτώ μέρες του εβραϊκού Πάσχα, κατά τις οποίες τρώγεται άζυμος άρτος.
[λόγ. < αρχ. ἄζυμος]