Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άγρυπνος -η -ο [áγripnos] Ε5 : 1.(ιδ. για πρόσ.) που δεν κοιμάται ή δεν κοιμήθηκε κατά τη νύχτα· (πρβ. άυπνος): Έμεινα ~ όλη τη νύχτα περιμένοντάς σε. Στριφογυρίζει ~ στο κρεβάτι του. 2. (μτφ.) α. που βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης ή επαγρύπνησης: Tο άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας. Ο ~ φρουρός των συνόρων / φύλακας της νομιμότητας. β. που είναι συνεχής και έντονος: ~ έλεγχος. Άγρυπνη παρουσία / προσοχή / σκέψη.
άγρυπνα ΕΠIΡΡ ιδίως στη σημ. 2: Παρακολουθώ / ελέγχω / φρουρώ ~ κτ. [αρχ. ἄγρυπνος]