Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άγραφος
1 εγγραφή
άγραφος -η -ο [áγrafos] & άγραφτος -η -ο [áγraftos] Ε5 : 1.που δεν έχει γραφτεί, που δεν υπάρχει ή δεν έχει διατυπωθεί σε γραπτή μορφή: H εργασία / η μελέτη είναι άγραφτη ακόμα. H αληθινή ιστορία του εμφυλίου πολέμου παραμένει άγραφτη ακόμα. Πολλές γλώσσες έμειναν επί αιώνες άγραφες και κάποτε πήραν τη γραπτή τους μορφή. 2. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί για γράψιμο, που πάνω του δεν έχει γραφτεί τίποτε. ANT γραμμένος: Άγραφο χαρτί. Άγραφη κόλα / σελίδα. || Άγραφη κασέτα / μαγνητοταινία / δισκέτα. 3. (για δίκαιο, νόμους, κανόνες κτλ.) που δεν έχει διατυπωθεί γραπτώς ή που δεν έχει νομοθετηθεί, αλλά πηγάζει από έθιμα, ηθικούς κανόνες κτλ.: Άγραφοι νόμοι / κανόνες. Άγραφο δίκαιο. H συμπεριφορά τους καθορίζεται από τους άγραφους κοινωνικούς κώδικες της φυλής. ΦΡ (αυτό) είναι από τ΄ άγραφα, για κτ. εντελώς αναπάντεχο, απροσδόκητο, πρωτοφανές ή παράδοξο. 4. που δεν τον έχουν εγγράψει σε κατάλογο: Xάσαμε την προθεσμία εγγραφής και το παιδί έμεινε άγραφτο.

[αρχ. ἄγραφος· αρχ. ἄγραπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες