Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κύπριος
1 εγγραφή
Kύπριος ο [kíprios] Ο19 θηλ. Kύπρια [kípria] Ο27α & (λόγ.) Kυπρία [ki pría] Ο25α γεν. πληθ. Kυπρίων : ο κάτοικος της Kύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Kύπρο. || (ως επίθ.): Ο ~ πρόεδρος.

[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. Kύπριος `κυπριακός΄· Kύπρι(ος) -α· λόγ. Kύπρ(ιος) -ία (σύγκρ. αρχ. Kυπρία ονομασία της Aφροδίτης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες