Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Κοράνιο
1 item total
Kοράνιο το [koránio] Ο40 & Kοράνι το [koráni] Ο44 : το ιερό βιβλίο των μωαμεθανών, η ιερή πηγή της μωαμεθανικής θεολογίας και δικαιοσύνης.

[Κοράνι: μσν. κοράνι(ν) < αραβ. qur΄ān με επίδρ. του γαλλ. coran ή του ιταλ. corano (πρβ. μσν. κουράν)· Κοράνιο: λόγ. επίδρ. στο Κοράνι (πρβ. μσν. Κουράνιον)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go