Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ΙΣΩΣ
1 item total
ίσως [ísos] επίρρ. διστ. : πιθανό να…, ενδέχεται να…, μπορεί να…: Aς προσπαθήσουμε ακόμα λίγο· ~ βρούμε μια καλύτερη λύση. Σε ρωτώ, γιατί ~ (να) έχεις ακούσει κάτι. || ~ ναι, ~ όχι, ως απάντηση που δείχνει ενδοιασμό, επιφύλαξη. || (προφ.) όταν ~ / αν ~, λέγεται όταν ο ομιλητής θέλει να τονίσει ότι θεωρεί κτ. ως ελάχιστα πιθανό ή και απίθανο: Όταν ~ γίνουν όλα αυτά, τότε τα ξαναλέμε.

[λόγ. < αρχ. ἴσως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go