Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %πραττ%
5 items total [1 - 5]
διαπράττω [δiapráto] -ομαι Ρ αόρ. διέπραξα, απαρέμφ. διαπράξει, παθ. αόρ. διαπράχθηκα, απαρέμφ. διαπραχθεί : εκτελώ, κάνω μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται ότι διέπραξε φόνο. Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές. Στις μεγάλες πόλεις διαπράττονται πολλά εγκλήματα.

[λόγ. < αρχ. διαπράττω `επιτελώ΄ σημδ. γαλλ. perpétrer]

εισπράττω [ispráto] -ομαι Ρ αόρ. εισέπραξα, απαρέμφ. εισπράξει, παθ. αόρ. εισπράχθηκα, απαρέμφ. εισπραχθεί : 1. παίρνω από κπ., για λογαριασμό μου ή για λογαριασμό τρίτων, χρηματικό ποσό που το οφείλει. ANT πληρώνω, καταβάλλω: ~ τόκους / ενοίκιο / φόρους. ~ προκαταβολή / δόσεις. Εισέπραξα δέκα χιλιάδες έναντι λογαριασμού / για την εξόφληση λογαριασμού. || Tο ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις. 2. (μτφ.) γίνομαι ο αποδέκτης των συνεπειών (θετικών ή αρνητικών αντιδράσεων, κρίσεων, εκδηλώσεων ευαρέσκειας ή απαρέσκειας κτλ.) τις οποίες προκαλεί πράξη ή συμπεριφορά δική μου ή άλλου: Εισέπραξαν τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού. Άλλος κοπίασε και άλλος εισέπραξε τους επαίνους. Εισέπραξαν το δημόσιο έπαινο. Εισέπραξε τη γενική κατακραυγή. || Εισέπραξε τα επίχειρα της αφροσύνης της.

[λόγ. < αρχ. εἰσπράττω]

πράττω [práto] -ομαι Ρ αόρ. έπραξα, απαρέμφ. πράξει, παθ. αόρ. πράχθηκα, απαρέμφ. πραχθεί, μππ. (ως ουσ.) τα πεπραγμένα* : (λόγ.) κάνω, ενεργώ, εκτελώ: ~ κατά συνείδηση, ενεργώ ακολουθώντας τη συνείδησή μου. Kαλώς έπραξες, καλά έκανες. Θα πράξω το καθήκον μου.

[λόγ. < αρχ. (αττ. διάλ.) πράττω]

προεισπράττω [proispráto] -ομαι Ρ (βλ. εισπράττω) : εισπράττω κτ. (ένα χρηματικό ποσό) πριν από τον κανονικό, από τον καθορισμένο χρόνο: Έχει προεισπράξει τους μισθούς τριών μηνών. Tο κράτος προεισπράττει ένα μέρος των φόρων του επόμενου έτους.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. προεισπράσσομαι `εισπράττω από οφειλέτη΄ (-ττ- κατά την αρχ. αττ. διάλ.)]

συμπράττω [simbráto] Ρ αόρ. συνέπραξα, απαρέμφ. συμπράξει : συνεργάζομαι με άλλον ή με άλλους στην εκτέλεση ενός έργου ή συμμετέχω σε μια ενέργεια: Για την κατασκευή του αεροδρομίου θα συμπράξουν τρεις τεχνικές εταιρείες. Στη συναυλία θα συμπράξουν διεθνούς φήμης καλλιτέχνες. Aρνήθηκε να συμπράξει στο έγκλημα / στην υποβάθμιση της παιδείας. || συμμετέχω εκτάκτως σε καλλιτεχνική εκδήλωση.

[λόγ. < αρχ. συμπράσσω, αττ. διάλ. συμπράττω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go