Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "στιλπνός -ή -ό"
1 item total
στιλπνός -ή -ό [stilpnós] Ε1 : που είναι λείος και λαμπερός· γυαλιστερός: H στιλπνή επιφάνεια του λουστραρισμένου ξύλου. Tα μαλλιά της ήταν πλούσια και στιλπνά.

[λόγ. < αρχ. στιλπνός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go