Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "σπερματικός -ή -ό"
1 item total
σπερματικός -ή -ό [spermatikós] Ε1 : I. (βιολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο σπέρμα, που έχει σχέση με το σπέρμα, με την παραγωγή ή τη μεταφορά του: Σπερματικό υγρό / πλάσμα. ~ πόρος. Σπερματικά κύττα ρα. II. (φιλοσ.) ~ λόγος, στη στωική φιλοσοφία, οι νόμοι της γένεσης που εκπορεύονται από τη θεότητα και κατευθύνουν τη δημιουργική ενέργεια της ύλης.

[λόγ.: I: αρχ. σπερματικός· ΙΙ: ελνστ. σημ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go