Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πλειοδοτικός -ή -ό [plioδotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πλειοδοσία ή στον πλειοδότη. ANT μειοδοτικός: ~ διαγωνισμός, είδος δημοπρασίας που γίνεται με στόχο την επίτευξη της υψηλότερης τιμής για την πώληση ορισμένου αγαθού κτλ.: Προκηρύχτηκε ~ διαγωνισμός.
[λόγ. πλειοδότ(ης) -ικός]



