Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "πηγαίος -α -ο"
1 item total
πηγαίος -α -ο [pijéos] Ε4 : 1. που προέρχεται, που αναβλύζει ή που αντλείται από πηγή: Πηγαία ύδατα. 2. (μτφ.) αυθόρμητος, αυθεντικός: Πηγαίο χιούμορ. Πηγαία έμπνευση. πηγαία ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πηγαῖος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go