Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "περικαλλής -ής -ές"
1 item total
περικαλλής -ής -ές [perikalís] Ε10 : (λόγ.) που έχει εξαιρετικό αισθητικό κάλλος: Περικαλλές άγαλμα / μνημείο, εξαιρετικού κάλλους.

[λόγ. < αρχ. περικαλλής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go