Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "μπιρμπιλομάτης -α -ικο"
1 item total
μπιρμπιλομάτης -α -ικο [birbilomátis] Ε9 : (λογοτ.) που έχει μάτια παιχνιδιάρικα και ζωηρά. || (ως ουσ.).

[μπιρμπίλ(α) -ο- + -μάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go