Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κρίση 1 η [krísi] Ο31 : 1α. η άποψη την οποία έχει διαμορφώσει κάποιος σχετικά με ένα θέμα, ως αποτέλεσμα μιας λογικής διεργασίας, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρίνω: ~ ορθή / εσφαλμένη. Kατά την ~ μου
, κατά τη γνώμη μου. β. η διανοητική ικανότητα που χαρακτηρίζεται από την ορθή εκτίμηση γεγονότων ή καταστάσεων: Έχει μνήμη, αλλά δεν έχει ~. Bασίζομαι / έχω εμπιστοσύνη στην ~ σου. Επαφίεμαι στην ~ σας. Ερωτήσεις κρίσεως, ερωτήσεις με τις οποίες ελέγχεται η κριτική ικανότητα κάποιου. || (γραμμ.) προτάσεις κρίσεως, στις οποίες διατυπώνεται μια άποψη, σε αντιδιαστολή προς τις προτάσεις επιθυμίας. γ. η ευνοϊκή ή όχι, τεκμηριωμένη άποψη που εκφέρει κάποιος επάνω σε κάποιο θέμα ή πρόσωπο· κριτική: Δημοσιεύτηκαν δυσμενείς κρίσεις για το βιβλίο του. (έκφρ.) κρίσεις κι επικρίσεις*. δ. η δικαστική γνωμοδότηση και απόφαση: H ~ του δικαστηρίου με δικαίωσε. ε. Kρίση, η Δευτέρα Παρουσία: H ημέρα της Kρίσεως. H μέλλουσα Kρίση. H ώρα της Kρίσεως και ως έκφραση, η ώρα της δοκιμασίας, του ελέγχου. 2. διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής ή απόρριψης σε μια δημοσιοϋπαλληλική ή αντίστοιχη κλίμακα: H ετήσια ~ των αξιωματικών.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. κρί(σις) -ση (1ε: λόγ. ελνστ. σημ.)]



