Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "επιούσιος -α -ο"
1 item total
επιούσιος -α -ο [epiúsios] Ε6 : μόνο στην έκφραση ο ~ (άρτος), το καθημερινό ψωμί και με επέκταση τα απολύτως αναγκαία για τη διαβίωση του ανθρώπου: Δουλεύει / αγωνίζεται για τον επιούσιο. Kερδίζει τον επιού σιο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιούσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go