Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "διαβόητος -η -ο"
1 item total
διαβόητος -η -ο [δiavóitos] Ε5 : που έχει γίνει αρνητικά γνωστός, που έχει αποκτήσει μεγάλη αλλά αρνητική φήμη: ~ ληστής / απατεώνας.

[λόγ. < ελνστ. διαβόητος `ονομαστός, περίφημος΄ σημδ. γαλλ. notoire ή αγγλ. notorious]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go