Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "γεωπολιτικός -ή -ό"
1 item total
γεωπολιτικός -ή -ό [jeopolitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπολιτική: Ο ~ χάρτης μιας χώρας. Γεωπολιτική θεωρία. H Bαλκανική χερσόνησος μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική ενότητα.

[λόγ. γεωπολιτ(ική) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go