Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γενεσιουργός -ός / -ή -ό [jenesiurγós] Ε16 : που προκαλεί τη γένεση, τη δημιουργία ενός φαινομένου: Πρέπει να εξετάσουμε τα γενεσιουργά αίτια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. H ~ αιτία αυτής της τραγικής αντίφασης
[λόγ. < ελνστ. γενεσιουργός]



