Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απαγωγή 3 η : (λογ., μαθημ.) εις άτοπον ~, συλλογιστική μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύεται η αλήθεια μιας πρότασης με βάση το γεγονός ότι η αντίθετή της είναι ψευδής ή λανθασμένη.
[λόγ. < αρχ. ἀπαγωγή (εἰς τό ἀδύνατον)]



