Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμερόληπτος -η -ο [ameróliptos] Ε5 : (για πρόσ.) που δε μεροληπτεί, δεν επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια, όταν κρίνει, αποφασίζει ή γενικά παίρνει θέση για κπ. ή για κτ. ANT μεροληπτικός: Ένας ~ δικαστής / κριτής / διαιτητής / ιστορικός. || (επέκτ., για ενέργεια): Aμερόληπτη κρί ση / απόφαση / διαιτησία.
αμερόληπτα ΕΠIΡΡ: Kρίνει / δικάζει ~. [λόγ. α- 1 μεροληπ(τώ) -τος σφαλερή δημιουργία κατά το σπάν. ελνστ. ἀδωρόληπτος `που δε δέχεται δώρα΄ μτφρδ. γαλλ. impartial]