Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αλαφροΐσκιωτος -η -ο"
1 εγγραφή
αλαφροΐσκιωτος -η -ο [alafroískotos] Ε5 : 1.που βλέπει φαντάσματα, ξωτικά και νεράιδες. 2. (σπάν.) που δεν κοιμάται βαθιά, που ξυπνάει εύκολα.

[αλαφρο- + ίσκι(ος) -ωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες