Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ακατανίκητος -η -ο"
1 item total
ακατανίκητος -η -ο [akataníkitos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον νικήσει κανένας στον πόλεμο, στη μάχη· ανίκητος, αήττητος: Ο στόλος μας είναι ~. 2. (μτφ.) για κτ. που δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει κάποιος με επιτυχία, που δεν μπορεί να του αντισταθεί, επειδή είναι ισχυρότερο από την ψυχική δύναμη και αντοχή του: Tο άγνωστο ασκεί στον άνθρωπο μια ακατανίκητη έλξη. Tον κυρίεψε ένας ~ έρωτας. H ακατανίκητη δίψα για μάθηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατανίκητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go