Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ακατάλυτος -η -ο [akatálitos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανένας να τον καταλύσει, να τον καταργήσει ή να τον αφανίσει, για κτ. που έχει ισχύ και διάρκεια: Tα ακατάλυτα μνημεία του πνεύματος / του παρελθόντος. Οι ακατάλυτοι συγγενικοί δεσμοί. Οι ακατάλυτες ηθικές αξίες. || (σπάν.) που δεν έχει καταλυθεί. 2. (εκκλ.) που δεν επιτρέπεται να καταλυθεί
12. ακατάλυτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀκατάλυτος]



