Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "ακατάλυτος -η -ο"
1 item total
ακατάλυτος -η -ο [akatálitos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί κανένας να τον καταλύσει, να τον καταργήσει ή να τον αφανίσει, για κτ. που έχει ισχύ και διάρκεια: Tα ακατάλυτα μνημεία του πνεύματος / του παρελθόντος. Οι ακατάλυτοι συγγενικοί δεσμοί. Οι ακατάλυτες ηθικές αξίες. || (σπάν.) που δεν έχει καταλυθεί. 2. (εκκλ.) που δεν επιτρέπεται να καταλυθεί12. ακατάλυτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκατάλυτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go