Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "άνιφτος -η -ο"
1 item total
άνιφτος -η -ο [ániftos] Ε5 : που δεν έχει νιφτεί, που δεν έχει πλύνει με νερό το πρόσωπό του· (πρβ. άπλυτος).

[αρχ. ἄνιπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go