Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: "άκαρδος -η -ο"
1 item total
άκαρδος -η -ο [ákarδos] Ε5 : που δεν αισθάνεται συμπόνια για το συνάνθρωπό του, που είναι σκληρός και άσπλαχνος.

[μσν. άκαρδος < α- 1 καρδ(ιά) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀκάρδιος `χωρίς καρδιά, δειλός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go