Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- άκαρδος -η -ο [ákarδos] Ε5 : που δεν αισθάνεται συμπόνια για το συνάνθρωπό του, που είναι σκληρός και άσπλαχνος.
[μσν. άκαρδος < α- 1 καρδ(ιά) -ος (διαφ. το ελνστ. ἀκάρδιος `χωρίς καρδιά, δειλός)]



