Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- σπολλάτη [spoláti] επιφ. : (λαϊκότρ.) συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπρά βο, πάλι καλά!
[μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)]



