Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: σπολλάτη
1 item total
σπολλάτη [spoláti] επιφ. : (λαϊκότρ.) συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπρά βο, πάλι καλά!

[μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go