Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δίκοπος
1 item total
δίκοπος -η -ο [δíkopos] Ε5 : για κοπτικό όργανο που έχει δύο κόψεις, που μπορεί να κόψει και με τις δύο ακμές της λεπίδας του: Δίκοπο μαχαίρι και ως ΦΡ για κτ. (για λόγο ή ενέργεια) που μπορεί, κάτω από ορισμένες συνθήκες, να έχει εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκεται: Aυτό το επιχείρημα είναι δίκοπο μαχαίρι, μπορεί να στραφεί τελικά εναντίον αυτού που το υποστηρίζει. H πειθαρχία πρέπει να επιβάλλεται με μέτρο, για να μη γίνει δίκοπο μαχαίρι.

[δι- 1 + κοπ(ή) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go