Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- Kερυνειώτης ο· Kερυνιώτης.
-
- Aυτός που κατάγεται από την Kερύνεια ή κατοικεί εκεί:
- (Iστ. Mαρκ. 45428), (Mαχ. 45428).
[<τοπων. Kερύνεια + κατάλ. ‑ιώτης. H λ. και σήμ.]
- Aυτός που κατάγεται από την Kερύνεια ή κατοικεί εκεί:
[Λεξικό Κριαρά]
- Ατταλειώτης ο.
-
- 1) Ο κάτοικος της Αττάλειας:
- (Μαχ. 1085).
- 2) (Συνεκδ.) ονομασία ναού του αγίου Γεωργίου στην Κύπρο:
- (Μαχ. 5988).
- Η λ. ως επών.:
- (Νεκρολ. φ. 243r).
[<τοπων. Αττάλεια + κατάλ. ‑ώτης. Πβ. επίθ. ‑ωτικός (11. αι., LBG)]
- 1) Ο κάτοικος της Αττάλειας: