Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ἀπόλυσις
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απόλυσις η.
  • 1) (Εκκλ.) η τελευταία ευχή και συνεκδ. το τέλος ιερής ακολουθίας, ιδ. της θείας λειτουργίας:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1293).
  • 2) Eξαπόλυση (πτηνού· εδώ προκ. να κυνηγήσει):
    • (Iερακοσ. 50417).

[αρχ. ουσ. απόλυσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go