Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ύπτιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ύπτιος -α -ο [íptios] Ε6 : που βρίσκεται με τη ράχη προς τα κάτω: Ύπτια θέση / στάση, θέση στην οποία βρίσκεται το σώμα, όταν είναι οριζοντιωμένο με τη ράχη προς τα κάτω: Tο πτώμα βρέθηκε σε ύπτια θέση. || Ύπτια κολύμβηση, που γίνεται με το σώμα σε ύπτια θέση και ως ουσ. το ύπτιο, είδος κολύμβησης. ύπτια & (λόγ.) υπτίως ΕΠIΡΡ ανάσκελα.

[λόγ. < αρχ. ὕπτιος· λόγ. < ελνστ. ὑπτίως]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go