Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όχτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όχτος ο [óxtos] Ο18 : (λαϊκότρ.) 1. η όχθη. 2. για κάθε προεξοχή του εδάφους, ιδίως μικρή, που μοιάζει με όχθη ποταμού.

[αρχ. ὄχθος με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
όχτος ο,
βλ. όχθος (I).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες